- χαμηλοθώρης
- ο, θηλ. χαμηλοθώρα, Ν1. αυτός που κατευθύνει τα βλέμματά του προς τα κάτω2. μτφ. α) ντροπαλόςβ) ύπουλος, δόλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + θωρώ «κοιτώ, βλέπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμηλοθώρης — ο θηλ. χαμηλοθώρα αυτός που κατευθύνει τα βλέμματά του χαμηλά, ντροπαλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
χαμηλομάτης — α, ικο, Ν (κυριολ. και μτφ.) χαμηλοθώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + μάτης (< μάτι), πρβλ. μαυρο μάτης] … Dictionary of Greek
χαμηλομάτης — ο θηλ. χαμηλομάτα χαμηλοθώρης, σεμνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)